- εωρταζον
- ἑώρταζονimpf. к ἑορτάζω См. εορταζω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἑώρταζον — ἑορτάζω keep festival imperf ind act 3rd pl ἑορτάζω keep festival imperf ind act 1st sg ἑορτάζω keep festival imperf ind act 3rd pl (ionic) ἑορτάζω keep festival imperf ind act 1st sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αύξηση — Κάθε λογής μεγάλωμα, η οποιαδήποτε ανάπτυξη. Στη βιολογία, α. ονομάζεται η διαδικασία σύνθεσης, με την οποία οι διάφορες βασικές ουσίες που απορροφούνται από το έντερο (αζωτούχοι ουσίες, λίπη, υδατάνθρακες, άλατα και νερό) μετατρέπονται σε… … Dictionary of Greek